σκαρδαμύττω

σκαρδαμύττω
σκαρδαμύσσω
blink
pres subj act 1st sg (attic)
σκαρδαμύσσω
blink
pres ind act 1st sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επισκαρδαμύττω — ἐπισκαρδαμύττω (Α) γνέφω με τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκαρδαμύττω «ανοιγοκλείνω τα μάτια μου»] …   Dictionary of Greek

  • σκαρδαμύσσω — ΝΑ, και αττ. τ. σκαρδαμύττω Α ανοιγοκλείνω συχνά τα βλέφαρά μου νεοελλ. φρ. «σκαρδαμύσσον φως» ναυτ. το φως ορισμένων φάρων το οποίο εμφανίζεται και εξαφανίζεται εναλλάξ. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής αρχαίας ελλ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”